- συνῃρημένων
- συναιρέωgraspperf part mp fem gen plσυναιρέωgraspperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν … Dictionary of Greek
-ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
-ώ — ῶ, ΝΜΑ κατάληξη τών συνηρημένων ενεργητικών ρημάτων σε άω (πρβλ. νελ άω, ώ/ῶ, τιμ άω, ώ/ῶ), σε έω (πρβλ. βοηθέω, ώ/ῶ, φρουρ έω, ώ/ῶ) και ήω (πρβλ. ζ ήω, ώ/ῶ, πειν ήω, ώ/ῶ) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, καθώς και σε όω (πρβλ. κυρτ όω, ῶ, ορθ όω … Dictionary of Greek
βοσκώ — ( άω) (για ζώο) βόσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ησα των περισπώμενων (συνηρημένων) ρημάτων (πρβλ. σβέννυμι έσβησα σβω)] … Dictionary of Greek
ζώνησις — ζώνησις, ἡ (Α) 1. ζώνη 2. ζώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογ. σχηματισμός σε ησις παράλληλα προς το κανονικό ζώσις κατά τα παράγωγα τών συνηρημένων ρημάτων σε άω/ έω (κίνησις, εκτίμησις κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
κατηνώ — κατηνῶ, έω (Μ) είμαι αλυσοδεμένος, είμαι δέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηνίζω που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. κατήνισα που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα τών συνηρημένων ρημάτων σε έω / ω] … Dictionary of Greek
μελλούμενος — η, ο 1. μελλοντικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρ ούμενος, χρειαζ ούμενος)] … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek